- βιοσσόος
- βιοσσόος, -ον (Α)ο σωτήρας της ζωής.[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -σοος < σόος, επικός και ιων. τ. του σώος, σως (πρβλ. μηλοσσόος, νηοσσόος, ξενοσσόος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιοσσόος — life supporting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοσσόον — βιοσσόος life supporting masc/fem acc sg βιοσσόος life supporting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοσσόα — βιοσσόος life supporting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοσσόε — βιοσσόος life supporting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek